ἐξευγενίζω
From LSJ
Δεῖ τοὺς φιλοῦντας πίστιν, οὐ λόγους ἔχειν → Non bene stat intra verba amicorum fides → Vertrauen müssen Freunde sich, viel reden nicht
English (LSJ)
= ἐλευθεροποιέω, Hsch.; τινάς produce noble offspring, Vett.Val.119.26; make noble, Sophon.in de An.145.14:—but ἐξευγεν-ισμός, ὁ, apptly., = degeneration, Glossaria (pl.).
German (Pape)
Greek (Liddell-Scott)
ἐξευγενίζω: εὐγενίζω, Ὠριγ. κατὰ Κέλσου 3, σ. 144.
Greek Monolingual
(AM ἐξευγενίζω) ευγενίζω
καθιστώ κάποιον ευγενή προάγοντας τον πνευματικά και ηθικά («η μουσική εξευγενίζει τα ήθη»)
νεοελλ.
βελτιώνω ζωικό ή φυτικό είδος με επιστημονικές μεθόδους («τα φυτά εξευγενίζονται με την καλλιέργεια»)
αρχ.
παράγω ευγενείς γόνους.