ἐξευγενίζω

From LSJ

Δεῖ τοὺς φιλοῦντας πίστιν, οὐ λόγους ἔχειν → Non bene stat intra verba amicorum fidesVertrauen müssen Freunde sich, viel reden nicht

Menander, Monostichoi, 115
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐξευγενίζω Medium diacritics: ἐξευγενίζω Low diacritics: εξευγενίζω Capitals: ΕΞΕΥΓΕΝΙΖΩ
Transliteration A: exeugenízō Transliteration B: exeugenizō Transliteration C: eksevgenizo Beta Code: e)ceugeni/zw

English (LSJ)

= ἐλευθεροποιέω, Hsch.; τινάς produce noble offspring, Vett.Val.119.26; make noble, Sophon.in de An.145.14:—but ἐξευγεν-ισμός, ὁ, apptly., = degeneration, Glossaria (pl.).

German (Pape)

[Seite 879] = εὐγενίζω, K. S.

Greek (Liddell-Scott)

ἐξευγενίζω: εὐγενίζω, Ὠριγ. κατὰ Κέλσου 3, σ. 144.

Greek Monolingual

(AM ἐξευγενίζω) ευγενίζω
καθιστώ κάποιον ευγενή προάγοντας τον πνευματικά και ηθικά («η μουσική εξευγενίζει τα ήθη»)
νεοελλ.
βελτιώνω ζωικό ή φυτικό είδος με επιστημονικές μεθόδους («τα φυτά εξευγενίζονται με την καλλιέργεια»)
αρχ.
παράγω ευγενείς γόνους.