τό, a kind of
A lettuce, = ἀστυτίς, Plin. HN19.127.
εὐνουχεῑον και διάφ. ανάγν. εὐνούχιον, τὸ (Α)είδος μαρουλιού.[ΕΤΥΜΟΛ. < ευνούχος (πρβλ. ευνουχίας «είδος πεπονιού»)].