ἀειγενέτης

From LSJ
Revision as of 11:55, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1a)

ὑπὲρ κεφαλῆς γῆρας ὑπερκρέμαται → old age hangs over one's head

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀειγενέτης Medium diacritics: ἀειγενέτης Low diacritics: αειγενέτης Capitals: ΑΕΙΓΕΝΕΤΗΣ
Transliteration A: aeigenétēs Transliteration B: aeigenetēs Transliteration C: aeigenetis Beta Code: a)eigene/ths

English (LSJ)

only in Ep.form αἰειγενέτης, ου, ὁ, epith. of the gods,

   A everlasting, used by Hom. only at the end of a line, θεῶν αἰειγενετάων Il.2.400, cf. 3.296.

Greek (Liddell-Scott)

ἀειγενέτης: μόνον ἐν τῷ Ἐπ. τύπῳ αἰειγενέτης, ου, ὁ, (γενέσθαι) ἐπώνυμον τῶν θεῶν, ὡς τὸ αἰὲν ἐόντες, αἰώνιοι, ἀθάνατοι, ἐν χρήσει παρ’ Ὁμ. μόνον ἐν τέλει στίχου· θεῶν αἰειγενετάων, Ἰλ. Β. 400, καὶ ἄλλ·. θεοῖς αἰειγενέτησιν, Γ. 296, καὶ ἀλλ.

Greek Monotonic

ἀειγενέτης: μόνο σε Επικ. τύπο αἰει-γενέτης, -ου, (γίγνομαι)· επίθ. των θεών, όπως το αἰὲν ἐόντες = αιώνιοι, αθάνατοι· θεῶν αἰειγενετάων, θεοῖς αἰειγενέτῃσιν, σε Ομήρ. Ιλ.

Middle Liddell

γίγνομαι
epith. of the gods, like αἰὲν ἐόντες, everlasting, immortal, θεῶν αἰειγενετάων, θεοῖς αἰειγενέτῃσιν Il.