ἁμαξηλάτης

Revision as of 06:52, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (3)

English (LSJ)

ου, ὁ,

   A wagoner, Ostr.Strassb.671 (iiA.D.): written ἁμαξ-ολάτης ib.738.

Spanish (DGE)

-ου, ὁ

• Alolema(s): ἁμαξελάτης OStras.674.5 (II a.C.), 684.8, 685.2, 701.2.11 (II a.C.); ἁμαξολάτης OStras.738 (II d.C.)
carretero, PCair.Zen.176.281, 352 (III a.C.), OStras.671 (II a.C.), 674.5 (II a.C.), 684.8, 685.2, 701.2.11 (II a.C.), 738 (II a.C.), OBrüss.70.6 (II a.C.), PMerton 3.128.3 (III a.C.), PLips.97.6.11 (IV a.C.), Eust.1777.9.

Greek Monolingual

και αμαξελάτης, ο (Μ ἁμαξηλάτης)
αυτός που οδηγεί άμαξα, ο αμαξάς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἅμαξα + -ελάτης < ἐλαύνω, με επίδραση του νόμου της «εκτάσεως εν συνθέσει» που έδωσε το -η-(-λάτης) του ΄β συνθετικού].