ἐπιπρόσθεσις
From LSJ
τοῦ δὲ πολέμου οἱ καιροὶ οὐ μενετοί → in war, opportunities won't wait | the chances of war will not wait (Thucydides 1.142.2)
English (LSJ)
εως, ἡ,
A occultation, Aristarch.Sam.8.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπιπρόσθεσις: ἐπιπροσθέτησις, ἴδε ἐπιπρόσθησις.
Greek Monolingual
ἐπιπρόσθεσις, ἡ (Α)
τοποθέτηση μπροστά από κάτι, απόκρυψη κάποιου πράγματος.
Russian (Dvoretsky)
ἐπιπρόσθεσις: Arst., Plut. и ἐπιπροσθέτησις, εως ἡ Epicur. ap. Diog. L. = ἐπιπρόσθησις.