ὑδροχοεῖον

Revision as of 12:58, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (42)

English (LSJ)

τό,

   A well, cistern, Men.Prot.p.37 D.; = Lat. aquale, Gloss.:—wrongly written ὑδροχεῖον in Suid.

German (Pape)

[Seite 1174] τό, Brunnen, Cisterne, Sp., Suid.

Greek (Liddell-Scott)

ὑδροχοεῖον: τό, δεξαμενή, Μενάνδρ. Ἱστ. σ. 374 Nieb.· ἡμαρτημένως ἐφέρετο ὑδροχεῖον παρὰ τῷ Σουΐδ., - ὑδροχόϊον, ἐν τοῖς Κλημεντίοις 10, 1, 26, καὶ 11, 1.

Greek Monolingual

και ὑδροχόϊον, τὸ, ΜΑ υδροχόος
δεξαμενή νερού, στέρνα.