διάκομμα

From LSJ
Revision as of 14:44, 28 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")

Δύναται τὸ πλουτεῖν καὶ φιλανθρώπους ποιεῖν → Being rich can even produce a social conscience → Animos nonnumquam humanos concinnant opes → Mitunter macht der Reichtum Menschen auch human

Menander, Monostichoi, 120
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διάκομμα Medium diacritics: διάκομμα Low diacritics: διάκομμα Capitals: ΔΙΑΚΟΜΜΑ
Transliteration A: diákomma Transliteration B: diakomma Transliteration C: diakomma Beta Code: dia/komma

English (LSJ)

ατος, τό,

   A cut, gash, Hp.Prorrh.2.15, Gal.12.816.    II breach in an embankment, PPetr.3p.80, al.

Greek (Liddell-Scott)

διάκομμα: τό, πληγὴ ἐκ κοψίματος, Ἱππ. Προρρ. 100.

Spanish (DGE)

-ματος, τό
1 medic. corte, herida Hp.Prorrh.2.15, Gal.12.816.
2 brecha, abertura en un canal de irrigación τὰ διακόμματα τῆς ... διώρυγος PPetr.3.38(a).2.19 (III a.C.), διὰ τὸ μὴ ἐπικεχῶσθαι τὰ διακόμματα PPetr.2.37.1b.14 (III a.C.), τὰ διακόμματα παλαιῶν χωμάτων PPetr.3.45.2.4 (III a.C.), cf. PTeb.781.14 (II a.C.), Ostr.1025 (ptol.).

Greek Monolingual

διάκομμα, το (Α) διακόπτω
πληγή από κόψιμο.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

διάκομμα -ατος, τό [διακόπτω] snede.