καδμεία

From LSJ
Revision as of 11:28, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_9)

Ἐχθροῦ παρ' ἀνδρὸς οὐδέν ἐστι χρήσιμον → Inimicus homo nil umquam praestat utile → Von einem Feind kommt niemals etwas Nützliches

Menander, Monostichoi, 166
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καδμεία Medium diacritics: καδμεία Low diacritics: καδμεία Capitals: ΚΑΔΜΕΙΑ
Transliteration A: kadmeía Transliteration B: kadmeia Transliteration C: kadmeia Beta Code: kadmei/a

English (LSJ)

(in codd. καδμία) (sc. γῆ), ἡ,

   A cadmia, calamine, Dsc.5.74, Gal.1.413, al., PTeb.273.14 (ii/iii A.D.):—written καδμήα, POxy. 1088.4 (i A.D.).

German (Pape)

[Seite 1279] ἡ, auch καδμία, Galmei, Diosc.

Greek (Liddell-Scott)

καδμεία: ἢ καδμία (ἐξυπακ. γῆ), «γεννᾶται δὲ ἡ καδμεία ἐκ τοῦ χαλκοῦ καμινευομένου, προσιζανούσης τῆς λιγνύος τοῖς τοίχοις καὶ τῇ κορυφῇ τῶν καμίνων» κτλ., ἐχρησίμευε δὲ ὡς φάρμακον εἰς ὀφθαλμικὰ πάθη καὶ ἄλλα, Διοσκ. 5. 85, Γαλην.