φοβερίζω

Revision as of 12:52, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (45)

English (LSJ)

   A terrify, scare, LXXNe.6.9, al.:—Pass., Cat.Cod.Astr. 8(4).194.

German (Pape)

[Seite 1294] schrecken, in Schrecken setzen, LXX.

Greek (Liddell-Scott)

φοβερίζω: ὡς καὶ νῦν, φοβερίζω, κάμνω τινὰ νὰ τρομάξῃ, Ἑβδ. (Νεεμ. Ϛ΄, 9, κ. ἀλλ.)· ― φοβερισμός, ὁ, τὸ φοβεριζειν, αὐτόθι (Ψαλμ. ΠΖ΄, 16).

Greek Monolingual

ΝΜΑ φοβερός
1. απειλώ κάποιον
2. προξενώ φόβο σε κάποιον, τον κάνω να φοβηθεί, τον τρομάζω.