τανάγρα

From LSJ
Revision as of 12:44, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (40)

Ἔνιοι δὲ καὶ μισοῦσι τοὺς εὐεργέτας → Nonnulli oderunt adeo beneficos sibi → Es hassen manche sogar ihre Wohltäter

Menander, Monostichoi, 171
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τανάγρα Medium diacritics: τανάγρα Low diacritics: τανάγρα Capitals: ΤΑΝΑΓΡΑ
Transliteration A: tanágra Transliteration B: tanagra Transliteration C: tanagra Beta Code: tana/gra

English (LSJ)

ἡ,

   A copper, cauldron, Hsch.:—Dim. ταναγρ-ίς, ίδος, ἡ, v.l. for παναγρίς in Poll.10.165.

Greek (Liddell-Scott)

τανάγρα: ἡ, ἀγγεῖον χαλκοῦν, ἐν ᾧ ἤρτυον τὰ κρέα» Ἡσύχ.: ― ὑποκορ. ταναγρίς = λεβητάριον, Πολυδ. Ι΄, 165.

Greek Monolingual

η, Ν
ζωολ. γένος στρουθιόμορφων πτηνών που απαντούν στις τροπικές περιοχές του Νέου Κόσμου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. tanagra < Τανάγρα].