ἀμοίρημα
From LSJ
τὰ ἐς τὴν κοιλίην ἀποκρινόμενα → gastric secretions
English (LSJ)
τό,
A loss, want, Hsch. (cod. ἀμύρ-).
German (Pape)
[Seite 127] τό, das Nichttheilhaben, Unglück, Sp.
Spanish (DGE)
-ματος, τό
• Grafía: graf. ἀμύρημα
infortunio Hsch.