ἀνάγγελτος

From LSJ
Revision as of 06:20, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (3)
Cicero, Tusculanarum Disputationum, I.45.109
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνάγγελτος Medium diacritics: ἀνάγγελτος Low diacritics: ανάγγελτος Capitals: ΑΝΑΓΓΕΛΤΟΣ
Transliteration A: anángeltos Transliteration B: anangeltos Transliteration C: anaggeltos Beta Code: a)na/ggeltos

English (LSJ)

ον,

   A unannounced, secret, Hld. ap.Hsch. s.v. ἀνάπαυστα.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνάγγελτος: -ον, ὁ μὴ ἀναγγελθείς, ἀπόρρητος, Ἡλιόδ. παρ. Ἡσυχ. ἐν λέξει ἀνάπυστα.

Spanish (DGE)

-ον secreto Hld.Gr. en Apollon.Lex.458.

Greek Monolingual

-η, -ο
αυτός που δεν αναγγέλθηκε, ακοινοποίητος, μυστικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αναγγελτός < αναγγέλλω. Η στερ. σημασία προήλθε από τη μετακίνηση του τόνου].