στρογγύλιον
From LSJ
Φίλων τρόπους γίνωσκε, μὴ μίσει δ' ὅλως → Mores amici noveris, non oderis → Erkenne, hasse nicht schlechthin der Freunde Art
English (LSJ)
τό,
A round pot, flask, POxy.155.8 (vi A.D.).
Greek Monolingual
τὸ, Α στρογγύλος
στρογγυλή φιάλη, φλασκί.