τερέω
From LSJ
συνετῶν μὲν ἀνδρῶν, πρὶν γενέσθαι τὰ δυσχερῆ, προνοῆσαι ὅπως μὴ γένηται· ἀνδρείων δέ, γενόμενα εὖ θέσθαι → it is the part of prudent men, before difficulties arise, to provide against their arising; and of courageous men to deal with them when they have arisen
English (LSJ)
fut.
A -έσω Eust. 1532.2:—bore through, pierce, l.c. 2 τέρεσσεν· ἔτρωσεν, ἐτόρνωσεν, Hsch.
German (Pape)
[Seite 1093] bohren, durchbohren, bes. auf der Drechselbank bearbeiten, drechseln; Hesych. führt τέρεσσεν an u. erkl. es durch ἐτόρνωσε.
Greek (Liddell-Scott)
τερέω: μέλλ. -έσω, διατρυπῶ, διαπερῶ, Εὐστ. 1532. 2. 2) τορνεύω, Ἡσύχ. ἐν λ. τέρεσσεν. (ἴδε ἐν λ. τείρω).