ἱππόφλομος

From LSJ
Revision as of 16:35, 29 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")

Ὁ μὴ γαμῶν ἄνθρωπος οὐκ ἔχει κακά → Multis malis caret ille, qui uxorem haud habet → Der Mann, der ledig bleibt, kennt keinen Leidensdruck

Menander, Monostichoi, 437
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἱππόφλομος Medium diacritics: ἱππόφλομος Low diacritics: ιππόφλομος Capitals: ΙΠΠΟΦΛΟΜΟΣ
Transliteration A: hippóphlomos Transliteration B: hippophlomos Transliteration C: ippoflomos Beta Code: i(ppo/flomos

English (LSJ)

ὁ,

   A giant φλόμος, i.e. belladonna, Atropa belladonna, Plin.HN25.148.

Greek (Liddell-Scott)

ἱππόφλομος: ὁ, εἶδος μεγάλου φλόμου (verbascum), Πλίν. 25. 94.

Greek Monolingual

ἱππόφλομος, ὁ (Α)
το φυτό άτροπος η δελεαστική, είδος μεγάλου φλόμου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἱππ(ο)- + φλόμος «το φυτό βερμπάσκον»].