θυμομαχία

Revision as of 06:36, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (17)

English (LSJ)

ἡ,

   A desperate fight, Polyaen.2.1.19.

German (Pape)

[Seite 1224] ἡ, hitziger Kampf, Polyaen. 2, 1, 19.

Greek (Liddell-Scott)

θῡμομᾰχία: ἡ, πεισματώδης μάχη, Πολύαιν. 2. 1, 19, Ἐκκλ.

Greek Monolingual

θυμομαχία, ἡ (Α)
πεισματώδης μάχη, ορμητική μάχη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θυμο- + -μαχία (< -μάχος, < μάχη), πρβλ. ναυ-μαχία, οδο-μαχία].