δεκάσχημος
From LSJ
οὔτε σοφίας ἐνδείᾳ οὔτ' αἰσχύνης περιουσίᾳ → neither from lack of knowledge nor from superfluity of modesty
English (LSJ)
ον,
A with ten forms, of certain verses, Ps.-Plu.Metr. p.471 B.
German (Pape)
[Seite 543] zehn σχήματα habend, Plut.
Greek (Liddell-Scott)
δεκάσχημος: -ον, ὁ ἔχων δέκα σχήματα, ἐπί τινων στίχων, Δράκων 136.
Spanish (DGE)
-ον
de diez esquemas métricos posibles, de cada una de las diez variedades del hex. dactílico c. dos dáctilos o c. dos espondeos Plu.Metr.471, Anecd.Stud.1.216.
Greek Monolingual
δεκάσχημος, -ον (Α)
(για στίχους) αυτός που περιέχει δέκα μετρικά σχήματα.
Russian (Dvoretsky)
δεκάσχημος: стих. имеющий 10 видов, т. е. допускающий 10 комбинаций из двух спондеев и трех дактилей Plut.