εὐθνήσιμος

Revision as of 10:30, 29 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")

English (LSJ)

ον,

   A in or with easy death, A.Ag.1293.

German (Pape)

[Seite 1069] leicht sterbend, αἱμάτων εὐθνησί. μων ἀποῤῥυέντων, da das Blut im leichten Tode ausströmte, Aesch. Ag. 1266.

Greek (Liddell-Scott)

εὐθνήσιμος: -ον, εὐθάνατος, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1293.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui amène une mort prompte.
Étymologie: εὖ, θνῄσκω.

Greek Monolingual

εὐθνήσιμος, -ον (Α)
αυτός που πεθαίνει με εύκολο θάνατο, ο ευθάνατος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + θνήσιμος < θνῄσκω].

Greek Monotonic

εὐθνήσιμος: -ον (θανεῖν), αυτός που βρίσκεται ή συναντά εύκολα τον θάνατο, ευθάνατος, σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

εὐθνήσιμος: дающий легкую смерть: αἱμάτων εὐθνησίμων ἀπορρυέντων Aesch. безболезненно умерев от потери крови.

Middle Liddell

εὐ-θνήσιμος, ον θανεῖν
in or with easy death, Aesch.