εὐθάνατος
From LSJ
English (LSJ)
εὐθάνατον, dying easily or happily: εὐθάνατος θάνατος = εὐθανασία, Men. 23, cf. Paul. Al.M.3. Adv. εὐθανάτως Cratin.413, Men.481.16.
German (Pape)
[Seite 1068] θάνατος, ein schöner Tod, Menand. Ath. XII, 549 c. – Adv. εὐθανάτως, schön, leicht sterbend, Cratin. bei Poll. 3, 106; Men. Stob. fl. 121, 7.
Russian (Dvoretsky)
εὐθάνατος: (о смерти) блаженный, счастливый, легкий (θάνατος Men.).
Greek (Liddell-Scott)
εὐθάνᾰτος: -ον, ἀποθνήσκων εὐκόλως ἢ εὐτυχῶς, θάνατος... εὐθάνατος = ἀθανασία, Μένανδρος, ἐν «Ἁλιεῦσι» 3. - Ἐπίρρ. -τως, Κρατῖνος ἐν Ἀδηλ. 106.
Greek Monolingual
εὐθάνατος, -ον (Α)
φρ. «εὐθάνατος θάνατος» — η ευθανασία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + θάνατος.