γιγγρασμός
From LSJ
Βέλτιστε, μὴ τὸ κέρδος ἐν πᾶσι σκόπει → Amice, ubique lucra sectari cave → Mein bester Freund, sieh nicht in allem auf Profit
Full diacritics: γιγγρασμός | Medium diacritics: γιγγρασμός | Low diacritics: γιγγρασμός | Capitals: ΓΙΓΓΡΑΣΜΟΣ |
Transliteration A: gingrasmós | Transliteration B: gingrasmos | Transliteration C: giggrasmos | Beta Code: giggrasmo/s |
ὁ,
A the tone of the γίγγρας, Hsch.
γιγγρασμός: ὁ , ὁ ἦχος ὃν ἐκφέρει ὁ γίγγρας, Ἡσύχ.
ἦχος Hsch.