κακοθέρειος

From LSJ
Revision as of 06:37, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (18)

Λιμὸς μέγιστον ἄλγος ἀνθρώποις ἔφυ → Inter dolores maximum humanos fames → Der Hunger ist den Menschen allergrößter Schmerz

Menander, Monostichoi, 320
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κᾰκοθέρειος Medium diacritics: κακοθέρειος Low diacritics: κακοθέρειος Capitals: ΚΑΚΟΘΕΡΕΙΟΣ
Transliteration A: kakothéreios Transliteration B: kakothereios Transliteration C: kakothereios Beta Code: kakoqe/reios

English (LSJ)

ον,

   A with a bad summer, Tz.Proll.Hes. p.12.

Greek (Liddell-Scott)

κᾰκοθέρειος: -ον, ἔχων κακὸν θέρος, Ἄσκρην χωρίον τῶν Βοιωτῶν δυσχείμερόν τε καὶ κακοθέρειον Τζέτζ. Προλεγ. εἰς Ἡσίοδον τόμ. 3, σ. 12, ἔκδ. Gaisf.

Greek Monolingual

κακοθέρειος, -ον (Μ)
αυτός που έχει κακό θέρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο)- + θέρειος (< θέρος)].