λεπρύνομαι

Revision as of 07:31, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (23)

English (LSJ)

   A to be rough and scaly, of snakes, Nic.Th.156 (as v.l.), 262.

Greek (Liddell-Scott)

λεπρύνομαι: γίνομαι τραχὺς καὶ λεπιδώδης, ἐπὶ ὄφεων, Νικ. Θηρ. 156, 262.

Greek Monolingual

λεπρύνομαι ή λεπραίνομαι (Α)
γίνομαι τραχύς και γεμίζω λέπια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λεπρός ή λέπρα.