λεπρύνομαι

From LSJ

τὸ γὰρ μυστήριον ἤδη ἐνεργεῖται τῆς ἀνομίας· μόνον ὁ κατέχων ἄρτι ἕως ἐκ μέσου γένηται. (2Thess 2:7) → For the mystery of lawlessness is already at workjust at work until the one who is now constraining it is taken out.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λεπρύνομαι Medium diacritics: λεπρύνομαι Low diacritics: λεπρύνομαι Capitals: ΛΕΠΡΥΝΟΜΑΙ
Transliteration A: leprýnomai Transliteration B: leprynomai Transliteration C: leprynomai Beta Code: lepru/nomai

English (LSJ)

to be rough and scaly, of snakes, Nic.Th.156 (as v.l.), 262.

Greek (Liddell-Scott)

λεπρύνομαι: γίνομαι τραχὺς καὶ λεπιδώδης, ἐπὶ ὄφεων, Νικ. Θηρ. 156, 262.

Greek Monolingual

λεπρύνομαι ή λεπραίνομαι (Α)
γίνομαι τραχύς και γεμίζω λέπια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λεπρός ή λέπρα.