μετεξανίσταμαι

Revision as of 03:50, 10 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1ba)

English (LSJ)

Pass.,

   A move from one place to another, Luc.Symp.13.

Greek (Liddell-Scott)

μετεξανίσταμαι: Παθ., μεταβαίνω ἀπὸ ἑνὸς τόπου εἰς ἕτερον, Λουκ. Συμπ. 13.

French (Bailly abrégé)

déplacer d’un endroit à un autre.
Étymologie: μετά, ἐξανίστημι.

Greek Monotonic

μετεξανίσταμαι: Παθ., μετακινούμαι από ένα μέρος σε άλλο, σε Λουκ.

Russian (Dvoretsky)

μετεξανίσταμαι: переходить, уходить (πρὸς τὴν ἀφθονωτέραν νομήν Luc.).

Middle Liddell


Pass. to move from one place to another, Luc.