ἑτοιμοπώλης

From LSJ
Revision as of 07:13, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (14)

Λήσειν διὰ τέλους μὴ δόκει πονηρὸς ὤν → Latere semper posse ne spera nocens → Gewiss nicht immer bleibst als Schuft du unentdeckt

Menander, Monostichoi, 329
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἑτοιμοπώλης Medium diacritics: ἑτοιμοπώλης Low diacritics: ετοιμοπώλης Capitals: ΕΤΟΙΜΟΠΩΛΗΣ
Transliteration A: hetoimopṓlēs Transliteration B: hetoimopōlēs Transliteration C: etoimopolis Beta Code: e(toimopw/lhs

English (LSJ)

ου, ὁ,

   A one who keeps such a shop, Demetr. Astrol. in Cat.Cod.Astr.1.106.

Greek Monolingual

ἑτοιμοπώλης, ὁ (θηλ. ἑτοιμόπωλις) (Α)
ο ιδιοκτήτης ετοιμοπωλείου, αυτός που πουλάει έτοιμα φαγητά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < έτοιμος + -πώλης (< πωλώ), πρβλ. ελαιο-πώλης, ζυθο-πώλης.