κλέβδην

Revision as of 07:24, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (20)

English (LSJ)

Dor. κλέβδᾱν, Adv.

   A by stealth, A.D.Adv.198.6, EM103.13.

German (Pape)

[Seite 1447] dor. κλέβδαν, verstohlener Weise, heimlich; B. A. 611, 27; E. M. 103, 13.

Greek (Liddell-Scott)

κλέβδην: Δωρ. -δαν, Ἐπίρρ. διὰ κλοπῆς, κρύφα «κλεφτά», Λατ. clam, Α. Β. 611, Ἐτυμολ. Μέγ. 103.

Greek Monolingual

κλέβδην, δωρ. τ. κλέβδαν (Α)
επίρρ. κρυφά, με κλοπή, κλεφτά, λάθρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κλέπ-δην με ηχηροποίηση του -π- προ του ηχηρού -δ- < θ. κλεπ- του κλέπτω + επιρρμ. κατάλ. -δην (πρβλ. άρ-δην, φύρ-δην)].