ματαιοποιός

From LSJ
Revision as of 07:36, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (24)

Χρόνος δ' ἀμαυροῖ πάντα κεἰς λήθην ἄγει → Diesque celat omnia atque oblitterat → Die Zeit verdunkelt alles, gibt's dem Vergessen preis

Menander, Monostichoi, 545
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μᾰταιοποιός Medium diacritics: ματαιοποιός Low diacritics: ματαιοποιός Capitals: ΜΑΤΑΙΟΠΟΙΟΣ
Transliteration A: mataiopoiós Transliteration B: mataiopoios Transliteration C: mataiopoios Beta Code: mataiopoio/s

English (LSJ)

όν,

   A acting foolishly, Ath.5.179f.

Greek (Liddell-Scott)

μᾰταιοποιός: -όν, ὁ ποιῶν ἢ πράττων ἀνοήτως ἢ ἀπερισκέπτως, Ἀθήν. 179F.

Greek Monolingual

ματαιοποιός, -ον (Α)
αυτός που κάνει ανοησίες ή απερισκεψίες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μάταιος + -ποιός].