νεφριτικός

From LSJ
Revision as of 12:02, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (27)

Ἔστιν τι κἀν κακοῖσιν ἡδονῆς μέτρον → Voluptas aliqua inest vel infortunio → Es wohnt im Leid auch ein begrenztes Maß an Lust

Menander, Monostichoi, 182
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νεφρῑτῐκός Medium diacritics: νεφριτικός Low diacritics: νεφριτικός Capitals: ΝΕΦΡΙΤΙΚΟΣ
Transliteration A: nephritikós Transliteration B: nephritikos Transliteration C: nefritikos Beta Code: nefritiko/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A of the kidneys, νοσήματα Hp.Art.41; τὰ ν. Id.Aph.6.6.    II affected with νεφρῖτις, Dsc.1.15, Apollon. ap.Gal.13.326, Gal.Nat.Fac.1.13.    III of remedies, suitable for such cases, Alex.Trall.11.2.

Greek (Liddell-Scott)

νεφρῑτῐκός: -ή, -όν, ὁ πάσχων ἐκ νεφρίτιδος, Ἀλέξ. Τραλλ. 9. 545.

Greek Monolingual

-ή, -ό (Α νεφριτικός, -ή, -όν) νεφρίτις
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους νεφρούς («νεφριτικά νοσήματα», Ιπποκρ.)
2. (για πρόσ.) αυτός που πάσχει από νεφρίτιδα
3. (για φάρμακα) αυτός που χορηγείται στις περιπτώσεις νεφρικών παθήσεων.