παλινστρόβητος

From LSJ
Revision as of 17:55, 28 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")

ἐκ Χάεος δ' Ἔρεβός τε μέλαινά τε Νὺξ ἐγένοντο... (Hesiod's Theogony 123) → From Chasm, Erebos and black Night came to be...

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πᾰλινστρόβητος Medium diacritics: παλινστρόβητος Low diacritics: παλινστρόβητος Capitals: ΠΑΛΙΝΣΤΡΟΒΗΤΟΣ
Transliteration A: palinstróbētos Transliteration B: palinstrobētos Transliteration C: palinstrovitos Beta Code: palinstro/bhtos

English (LSJ)

ον,

   A whirled or twirled round, Lyc. 739.

German (Pape)

[Seite 450] zurück gewirbelt, gedreht, Lycophr. 739.

Greek (Liddell-Scott)

πᾰλινστρόβητος: -ον, παλινστροβήτοις πημοναῖς ἁλώμενος, «ὀπισθορμήτοις, πολυπλάτοις» (Σχόλ.), Λυκόφρ. 739.

Greek Monolingual

παλινστρόβητος, -ον (Α)
αυτός που περιστρέφεται, που στροβιλίζεται.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πάλιν + στροβῶ (< στρόβος «περιστροφή»].