καινολόγος

Revision as of 07:20, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (18)

English (LSJ)

ον,

   A using new phrases, ποιητής Eust.1801.27.

German (Pape)

[Seite 1294] auf neue, ungewöhnliche Weise redend, Eust. 1801, 27.

Greek Monolingual

καινολόγος, -ον (Α)
αυτός που χρησιμοποιεί νέο λεκτικό, νέα φρασεολογίακαινολόγος ποιητής», Ευστ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < καινός + -λόγος (< λόγος < λέγω), πρβλ. μυθο-λόγος, ψευδο-λόγος.