κακόπνοια
From LSJ
Βίος κέκληται δ' ὡς βίᾳ πορίζεται → Vi quia paratur vita, vita dicitur → Weil's auf gewaltsamem Streben beruht, heißt's Lebensgut
Full diacritics: κᾰκόπνοια | Medium diacritics: κακόπνοια | Low diacritics: κακόπνοια | Capitals: ΚΑΚΟΠΝΟΙΑ |
Transliteration A: kakópnoia | Transliteration B: kakopnoia | Transliteration C: kakopnoia | Beta Code: kako/pnoia |
ἡ,
A difficulty of breathing, Gal. 17(1).757.
κακόπνοια, ἡ (Α) κακόπνους
κακή αναπνοή, δυσκολία στην αναπνοή.