μελάνιππος

Revision as of 00:00, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (3)

English (LSJ)

ον,

   A with black horses, νύξ A.Fr.69.5 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 119] mit schwarzen Pferden, νύξ, Aesch. frg. 64 bei Ath. XI, 469 f.

Greek Monolingual

μελάνιππος, -ον (Α)
(ποιητ. λ.) αυτός που έχει μαύρους ίππους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέλας, -ανος + ἵππος (πρβλ. λεύκ-ιππος)].

Russian (Dvoretsky)

μελάνιππος: (ᾰ) мчащийся на черных конях (νύξ Aesch.).