μελάνιππος
From LSJ
Ἀμήχανον δὲ παντὸς ἀνδρὸς ἐκμαθεῖν ψυχήν τε καὶ φρόνημα καὶ γνώμην πρὶν ἂν ἀρχαῖς τε καὶ νόμοισιν ἐντριβὴς φανῇ → It is impossible to know the spirit, thought, and mind of any man before he be versed in sovereignty and the laws
English (LSJ)
μελάνιππον, with black horses, νύξ A.Fr.69.5 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 119] mit schwarzen Pferden, νύξ, Aesch. frg. 64 bei Ath. XI, 469 f.
Greek Monolingual
μελάνιππος, -ον (Α)
(ποιητ. λ.) αυτός που έχει μαύρους ίππους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέλας, -ανος + ἵππος (πρβλ. λεύκιππος)].
Russian (Dvoretsky)
μελάνιππος: (ᾰ) мчащийся на черных конях (νύξ Aesch.).