λεπτόπρυμνος

From LSJ
Revision as of 07:31, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (23)

Καλὸν δὲ καὶ γέροντι μανθάνειν σοφά → Addiscere aliquid digna res etiam seni → Auch einem Greis ist etwas Weises lernen Zier

Menander, Monostichoi, 297
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λεπτόπρυμνος Medium diacritics: λεπτόπρυμνος Low diacritics: λεπτόπρυμνος Capitals: ΛΕΠΤΟΠΡΥΜΝΟΣ
Transliteration A: leptóprymnos Transliteration B: leptoprymnos Transliteration C: leptoprymnos Beta Code: lepto/prumnos

English (LSJ)

ον,

   A with slender stern, ναῦς B.16.119.

Greek (Liddell-Scott)

λεπτόπρυμνος: -ον, ἐπὶ πλοίου, ἔχων λεπτὴν πρύμναν, νῆα παρὰ λεπτόπρυμνον φάνη Βακχυλ. 16. 119 (ἔκδ. Blass).

Greek Monolingual

λεπτόπρυμνος, -ον (Α)
(για πλοίο) αυτό που έχει λεπτή, κομψή πρύμνη («νῄα παρὰ λεπτόπρυμνον φάνη», Βακχυλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < λεπτ(ο)- + -πρυμνος (< πρύμνη), πρβλ. εύ-πρυμνος, ταχύ-πρυμνος].