ον,
A with black prow, ναῦς Hymn.Is.146.
μελάμπρῳρος: -ον, ἐπὶ νεώς, ἡ ἔχουσα μέλαιναν πρῷραν, Kaib. cp. 1028, 56.
μελάμπρῳρος, -ον (Α)(για πλοίο) αυτός που έχει μαύρη πρώρα.[ΕΤΥΜΟΛ. < μέλας, -ανος + πρῶρα (πρβλ. καλλί-πρωρος, κυανό-πρωρος)].