πεντώνυμος

From LSJ
Revision as of 12:16, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (31)

Ἔπαινον ἕξεις, ἂν κρατῇς, ὧν δεῖ κρατεῖν → Laus est, si, quibus est imperandum, tu imperes → Lob hast du, wenn du herrschst, worüber zu herrschen gilt

Menander, Monostichoi, 139
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πεντώνῠμος Medium diacritics: πεντώνυμος Low diacritics: πεντώνυμος Capitals: ΠΕΝΤΩΝΥΜΟΣ
Transliteration A: pentṓnymos Transliteration B: pentōnymos Transliteration C: pentonymos Beta Code: pentw/numos

English (LSJ)

ον,

   A called by five names, Tz.Proll.Com.p.29 K.

Greek (Liddell-Scott)

πεντώνῠμος: -ον, ὁ ἔχων πέντε ὀνόματα, Ἰω. Τζέτζ. Προλεγ. εἰς Ἀριστοφ. ἐν Nauck Lex. Vindob. σ. 241.

Greek Monolingual

-η, -ο / πεντώνυμος, -ον, ΝΜ
αυτός που καλείται με πέντε ονόματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πεντ- (βλ. πεντα-) + -ώνυμος (< ὄνυμα, αιολ. τ. του ὄνομα), πρβλ. τετρα-ώνυμος. Το -ω- του τ. οφείλεται σε έκταση λόγω συνθέσεως].