προενστατέον
From LSJ
τὸ τῶν νικητόρων στρατόπεδον → Victorious Legion
English (LSJ)
A one must object beforehand, Arist.SE176b26.
Greek (Liddell-Scott)
προενστᾰτέον: ἴδε προενίσταμαι.
Russian (Dvoretsky)
προενστᾰτέον: adj. verb. к προενίσταμαι.