πολύγραμμος
From LSJ
ἀκμὴ οὐδὲ ἔχει γενέσεως ὑπόστασιν καθ' ἑαυτήν → the culmination has no power of originating by itself
English (LSJ)
ον, (γραμμή)
A marked with many stripes, Arist.Fr.298.
German (Pape)
[Seite 661] mit oder von vielen Linien, Streifen, Arist. H. A. 9, 2.
Greek (Liddell-Scott)
πολύγραμμος: -ον, (γραμμὴ) ὁ διὰ πολλῶν γραμμῶν σεσημειωμένος, Ἀριστ. Ἀποσπ. 282.
Greek Monolingual
-η, -ο / πολύγραμμος, -ον, ΝΜΑ
1. αυτός που είναι σημειωμένος με πολλές γραμμές
2. αυτός που αποτελείται από πολλές γραμμές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -γραμμος (< γραμμή), πρβλ. ευθύ-γραμμος].
Russian (Dvoretsky)
πολύγραμμος: покрытый многими линиями, т. е. полосатый (ἰχθύες Arst.).