συνανήκω

Revision as of 12:37, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (39)

English (LSJ)

   A have reference also to a thing, Phot.Bibl.p.162 B.

Greek (Liddell-Scott)

συνανήκω: ἀνήκω ὁμοίως εἴς τι, παραινέσεις εἰς τὸν πνευματικὸν συνανήκουσαι βίον Φωτ. Βιβλ. 162. 22.

Greek Monolingual

ΝΜ
ανήκω επίσης σε κάποιον ή σε κάτι («παραινέσεις εἰς τὸν πνευματικὸν συνανήκουσαι βίου», Φώτ.).

Greek Monolingual

ΝΜ
ανήκω επίσης σε κάποιον ή σε κάτι («παραινέσεις εἰς τὸν πνευματικὸν συνανήκουσαι βίου», Φώτ.).