ἀνήκω
Θησαυρός ἐστι τῶν κακῶν κακὴ γυνή → Ingens mali thesaurus est mulier mala → Ein Schatz an allem Schlechten ist ein schlechtes Weib
English (LSJ)
A to have come up to a point, reach up to, of persons and things, ἐς μέτρον τινὸς ἀ. Hdt.2.127; αἱμασιὴν ὕψος ἀνήκουσαν ἀνδρὶ ἐς τὸν ὀμφαλόν Id.7.60; ἐς τὰ μέγιστα ἀ. ἀρετῆς πέρι 5.49; χρήμασι ἀ. ἐς τὰ πρῶτα 7.134; φρενῶν ἐς τὰ ἐμεωυτοῦ πρῶτα οὔκω ἀ. have not yet reached the highest point I aim at, ib.13; οὐκ ἐς τοσοῦτο εὐηθίης ἀ. ib.16.γ, cf. 9.γ; πρόσω ἀρετῆς ἀ. ib.237; ἀ. εἰς τὸ ὀξύ to rise to a point, Ael.NA1.55; τοῦτο μὲν ἐς οὐδὲν ἀ. amounts to nothing, Hdt. 2.104; μεῖζον ἀ. ἢ κατ' ἐμὰν ῥώμαν the matter has gone too far.., S. Tr.1018; αἱ πολλαὶ [ζημίαι].. ἐς τὸν θάνατον ἀ. have gone as far as.., Th.3.45.
2 ἀ. ἐς σὲ ἔχειν it has come to you to have, has become yours to have, Hdt.6.109.
3 ἀ. εἴς τι refer to or be connected with... D.60.6, Arist.EN1167b4 (v.l.); τὰ εἰς ἀργυρίου λόγον ἀ. ἀδικήματα which involve a money consideration, Din.1.60; so ὁ φόνος ἀνήκει εἴς τινα Antipho 3.3.7; ἀ. πρός τι Plb.2.15.4, Callix.2, etc.
II belong, appertain, LXX 1 Ma.10.42, al.; τὰ εἰς τιμὴν καὶ δόξαν ἀνήκοντα OGI 763.36 (Pergam.); τὰ ἐκείνοις -οντα ib.532 (Paphlag.); τὰ ἀ. τῇπόλει Inscr.Magn.53.65 (iii B. C.); τὰ ἀ. τοῖς ἱεροῖς PTeb.6.42 (ii B. C.).
2 abs., to be fit or proper, Ep.Eph.5.4, Ep.Col.3.18; τὸ ἀνῆκον, = τὸ προσῆκον, Ep.Philem.8.
III come back, εἰς τοὺς πρώτους πάλιν ἀ. λόγους Pl.Tht.196b.
Spanish (DGE)
I 1c. εἰς y n. concr. llegar, alcanzar αἱμασιὴν ... ὕψος ἀνήκουσαν ἀνδρὶ ἐς τὸν ὀμφαλόν Hdt.7.60, πυραμίδα ... ἐς μὲν τὰ ἐκείνου μέτρα οὐκ ἀνήκουσαν Hdt.2.127, τὸ δὲ ὄρος εἰς μεσόγειαν ... ἀνήκει X.An.6.4.5, κεφαλὴ ἀνήκουσα ἐς τὸ ὀξύ cabeza que termina en punta Ael.NA 1.55.
2 c. εἰς y abstr. cuantificadores, fig. igual sent. τὰ ἐς τὸν πόλεμον ἐς τὰ μέγιστα ἀνήκετε ἀρετῆς πέρι Hdt.5.49, χρήμασι ἀνήκοντες ἐς τὰ πρῶτα Hdt.7.134, φρενῶν ... ἐς τὰ ἐμεωυτοῦ πρῶτα οὖκω ἀνήκω aun no he llegado a la plenitud de mi sabiduría Hdt.7.13, οὐ ... ἐς τοσοῦτό γε εὐηθίης ἀνήκει no ha llegado a tal punto de estupidez Hdt.7.16γ, οὐκ ἐς τοῦτο θάρσεος ἀνήκει τὰ Ἑλλήνων πρήγματα Hdt.7.9γ, τοῦτο μὲν ἐς οὐδὲν ἀνήκει esto no conduce a nada, esto no prueba nada Hdt.2.104, ἐς τὸν θάνατον αἱ πολλαὶ (ζημίαι) ἀνήκουσιν la mayoría (de las penas) han llegado a ser de muerte Th.3.45
•tb. c. expresiones adverb. equivalentes εἰ μὴ πρόσω ἀρετῆς ἀνήκοι a no ser que haya llegado lejos en la virtud Hdt.7.237, τοὔργον τόδε μεῖζον ἀνήκει ἢ κατ' ἐμὰν ῥώμαν la empresa esta se extiende más grande de lo que da mi fuerza, es demasiado para mis fuerzas de Heracles abrasado por el manto, S.Tr.1018.
3 c. εἰς y pers. o dat. pers. atañer, ser de la responsabilidad de ἐς σὲ ... τούτων ἀνήκει τῶν πρηγμάτων τὸ κῦρος ἔχειν el tener control de estos asuntos ha llegado a tus manos Hdt.6.109, (ὁ φόνος) ἀνήκει εἰς τοὺς θεωμένους Antipho 3.3.7, τῇ πόλει IM 53.65 (III a.C.), ἐκείνοις OGI 532.17 (Paflagonia), τοῖς ἱερεῦσιν LXX 1Ma.10.42, σοι BGU 417.17 (II/III d.C.)
•ser propio de γνησίᾳ ... γαμετῇ PMasp.6.ue.140 (VI d.C.), cf. 97.ue.D37 (VI d.C.).
4 c. εἰς o πρός o dat. de abstr. no cuantificadores referirse a, relacionarse con, corresponder τὰ ... εἰς γένος ἀνήκοντα D.60.6, ὅσα ... ἀνήκει εἰς τὰ ἤθη καὶ τὰ πάθη Arist.EN 1155b10, οἱ νόμοι περὶ ... τῶν ... ἀδικημάτων τῶν εἰς ἀργυρίου λόγον ἀνηκόντων Din.1.60, cf. I.AI 4.198, πρὸς τὴν χρῆσιν Callix.2, πρὸς τιμὴν καὶ δόξαν OGI 763.38 (Pérgamo), πρὸς τὴν τροφήν Plb.2.15.4, πρὸς τὴν κοινὴν ... συμμαχίαν Plb.4.24.5, πρὸς ἡδονήν D.S.1.36, τοῖς ἱεροῖς PTeb.6.41 (II a.C.).
5 abs. ser conveniente αἱ γυναῖκες ὑποτάσσεσθε τοῖς ἀνδράσι ὡς ἀνῆκεν ἐν Κυρίῳ Ep.Col.3.18, αἰσχρότης καὶ μωρολογία ἢ εὐτραπελία, ἃ οὐκ ἀνῆκεν Ep.Eph.5.4, ἐπιτάσσειν σοι τὸ ἀνῆκον Ep.Philem.8.
II volver οὐκοῦν εἰς τοὺς πρῶτους πάλιν ἀνήκει λόγους; Pl.Tht.196b.
German (Pape)
[Seite 229] hinausgekommen sein, sich hinauserstrecken, anwachsen, τοῦδ' ἀνδρὸς τοὖργον τόδε μεῖζον ἀνήκει, vom Leiden des Herakles, Soph. Trach. 1014; bei Her. bes. εἴς τι, 7, 60; εἰς τοῦτο θράσεος ἀνήκει, εἰς τοσοῦτο εὐηθείης, 7, 9. 16, so weit gekommen sein; πρόσω ἀρετῆς 7, 237; ἐς οὐδὲν ἀνήκει, es läuft auf nichts hinaus, 2, 104; γεωπεῖναι ἐς τὰ μέγιστα ἀνήκοντες, bis aufs Aeußerste arm an Land, 8, 111. Bei Xen. εἰς μεσόγαιαν ἀνήκει, erstreckt sich landeinwärts, An. 6, 4, 5; μέγιστον διάστημα D. Sic. 3, 15; übertr., τὰ πρὸς τὴν τροφὴν ἀνήκοντα, was sich auf den Unterhalt bezieht, dazu gehört, Pol. 2, 15 u. öfter; πρὸς ἐμὲ ανήκει τοῦτο, das trifft mich, 11, 5; λόγος εἰς τοὺς πρώτους πάλιν ἀνήκει, kehrt zurück, Plat. Theaet. 196 b.
French (Bailly abrégé)
I. être monté, s'être élevé : ἐς μέτρον HDT jusqu'à une certaine mesure ; fig. χρήμασι ἀν. ἐς τὰ πρῶτα HDT être parvenu au comble de la richesse ; ἐς τοῦτο θράσεος ἀν. HDT en être venu à ce degré d'audace;
II. avec un suj. de choses;
1 s'avancer : εἰς μεσόγαιαν XÉN jusqu'au milieu des terres;
2 fig. aboutir à : τοῦτο ἐς οὐδὲν ἀνήκει HDT cela ne mène à rien, ne prouve rien;
3 se rattacher à, concerner (lat. pertinere ad) : ἀν. εἴς τινα, εἴς τι concerner qqn, qch, avoir du rapport avec qqn, qch ; ἀνήκει ἔς σε ἔχειν HDT il t'appartient d'avoir.
Étymologie: ἀνά, ἥκω.
Russian (Dvoretsky)
ἀνήκω:
1 доходить, достигать (ἔς τι Her.): χρήμασι ἀνήκοντες ἐς τὰ πρῶτα Her. самые богатые люди; τὸ Θησέως γένος εἰς Ἐρχθέα ἀνήκει Plut. род Тесея восходит к Эрехтею; ὁ ἐπὶ τὴν πύλην ἀνήκων στενωπός Plut. узкая дорога, ведущая к воротам; τοῦτο ἐς οὐδὲν ἀνήκει Her. это ничего не значит; μεῖζον ἀνήκει ἢ κατ᾽ ἐμὰν ῥώμαν Soph. это превосходит мои силы; ἐς τὸν θάνατον αἱ πολλαὶ (ζημίαι) ἀνήκουσιν Thuc. многие наказания были заменены смертной казнью;
2 простираться (εἰς μεσόγαιαν Xen. или μεσόγειον Diod.);
3 относиться, касаться (εἴς τι Dem. и πρός τι Polyb., Diod.): ἔς τινα ἀνήκει τι Her. что-л. зависит от кого-л.;
4 возвращаться (εἰς τοὺς πρώτους λόγους Plat.);
5 приличествовать, подобать NT.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνήκω: ἀνέρχομαι, φθάνω μέχρι σημείου τινός, ἐπὶ ὕψους, πυραμίδα ... ἐς τὰ ἐκείνου μέτρα οὐκ ἀνήκουσαν Ἡρόδ. 2. 127· αἱμασιὴν... ὕψος ἀνήκουσαν ἀνδρὶ ἐς τὸν ὀμφαλὸν ὁ αὐτ. 7. 60· ἐς τὰ μέγιστα ἀν. ἀρετῆς πέρι 5. 49· χρήμασι ἀν. ἐς τὰ πρῶτα 7. 134· φρενῶν ... ἐς τὰ ἐμεωυτοῦ πρῶτα οὔκω ἀν., δὲν ἔχω ἀκόμη φθάσῃ εἰς τὴν ἀκμὴν τῶν διανοητικῶν μου δυνάμεων, αὐτόθι 13· οὐ γὰρ δή ἐς τοσοῦτό γε εὐηθείης ἀνήκει τοῦτο αὐτόθι 16. 3, πρβλ. 9. 3· εἰ μὴ πρόσω ἀρετῆς ἀνήκοι τοῦτο αὐτόθι 237· ὡσαύτως, καὶ τὴν κεφαλὴν ἀνήκουσαν εἰς ὀξύ, λήγουσαν εἰς ὀξύ, Αἰλ. π. Ζ. 1. 55. 2) ἐπὶ πραγμάτων, τοῦτο μὲν ἐς οὐδὲν ἀνήκει, δὲν σημαίνει τίποτε, Ἡρόδ. 2. 104· τοὔργον τόδε μεῖζον ἀνήκει ἢ κατ’ ἐμὰν ῥώμαν, εἶναι ὑπέρτερον τῶν δυνάμεών μου, Σοφ. Τρ. 1018· τῷ χρόνῳ ἐς τὸν θάνατον αἱ πολλαὶ [ζημίαι] ἀνήκουσι, καταλήγουσιν εἰς τὸν θάνατον, Θουκ. 3. 45. β) καὶ κῶς ἐς σέ τοι τούτων ἀνήκει τῶν πρηγμάτων τὸ κῦρος ἔχειν, νῦν ἔρχομαι φράσαι, καὶ πῶς ἐκ σοῦ ἐξήρτηται, κτλ., Ἡρόδ. 6. 109. γ) ἀναφέρομαι εἴς τι, ἔχω σχέσιν ἢ ἀναφορὰν πρός τι, τὰ μὲν οὖν εἰς γένος ἀνήκοντα τοιαῦτα, Λατ. pertinere ad ..., Δημ. 1390. 17, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 9. 6, 2: - τὰ εἰς ἀργυρίου λόγον ἀν. ἀδικήματα, τὰ ἀναφερόμενα εἰς χρηματικὰς ὑποθέσεις, Δείναρχ. 97. 41· οὕτως, ὁ φόνος ἀνήκει εἴς τινα, Ἀντιφ. 123. 14· ἀν. πρός τι Πολύβ. 2. 15, 4, κτλ. ΙΙ. ἀνήκω, ὡς καὶ παρ’ ἡμῖν, Ἑβδ. (Μακκαβ. Α΄, ι΄, 40, καὶ ἀλλαχοῦ): - εἶμαι κατάλληλος, ἁρμόζων, Ἐπιστ. Π. Ἐφεσ. ε΄, 4, Κολοσσ. γ΄, 18· τὸ ἀνῆκον ὡς τὸ προσῆκον ἢ καθῆκον, πρὸς Φιλήμ. 8. ΙΙΙ. ἐπανέρχομαι, εἰς τοὺς πρώτους πάλιν ἀν. λόγους Πλάτ. Θεαίτ. 196B.
English (Strong)
from ἀνά and ἥκω; to attain to, i.e. (figuratively) be proper: convenient, be fit.
English (Thayer)
(imperfect ἀνῆκεν); in Greek writings to have come up to, arrived at, to reach to, pertain to, followed generally by εἰς τί; hence, in later writings ἀνηκει τί τίνι something appertains to one, is due to him namely, to be rendered or performed by others (τό ἀνῆκον what is due, duty (R. V. befitting), τά οὐκ ἀνήκοντα unbecoming, discreditable, L T Tr WH ἅ οὐκ ἀνῆκεν, Winer's Grammar, 486 (452); (Buttmann, 850 (301))); impersonally, ὡς ἀνῆκε as was fitting, namely, ever since ye were converted to Christ, Winer's Grammar, 270 (254); cf. Buttmann, 217 (187) and Lightfoot at the passage).
Greek Monolingual
(Α ἀνήκω) ήκω
1. είμαι κτήμα, ιδιοκτησία, εξάρτημα κάποιου
2. έχω σχέση, αναφέρομαι κάπου ή σε κάτι
3. είμαι κατάλληλος, αρμόζω, ταιριάζω
αρχ.
1. φθάνω σε ένα σημείο, σε κάποιο ύψος, ανεβαίνω
2. (για πράγματα) καταντώ, καταλήγω κάπου, σημαίνω κάτι
3. επανέρχομαι, γυρίζω πίσω ή στην αρχή.
Greek Monotonic
ἀνήκω: μέλ. -ξω,
I. 1. έχω φθάσει σ' ένα σημείο, ανέρχομαι· λέγεται για πρόσωπα, αἱμασιὴν ἀνήκουσαν ἀνδρὶ ἐς τὸν ὀμφαλόν, τείχος που φθάνει ως τη μέση του ανθρώπου, σε Ηρόδ.· ἀν. ἐς τὰ μέγιστα, φθάνω στο υψηλότερο σημείο, στον ίδ.
2. λέγεται για πράγματα, τοῦτο ἐς οὐδὲν ἀν., ανέρχεται στο τίποτα, στον ίδ.· αἱ πολλαὶ (ζημίαι) ἐς τὸν θάνατον ἀν., έφθασαν έως το θάνατο, σε Θουκ.· ἀν. ἔς σε ἔχειν, έχει φθάσει σε σένα να το αποκτήσεις, σε Ηρόδ.
II. ανήκω, είμαι σωστός ή κατάλληλος, σε Καινή Διαθήκη· τὸ ἀνῆκον, αυτό που είναι αρμόζον και πρέπον, στο ίδ.
Middle Liddell
I. to have come up to a point, reach up to, of persons, αἱμασιὴν ἀνήκουσαν ἀνδρὶ ἐς τὸν ὀμφαλόν a wall reaching up to a man's middle, Hdt.; ἀν. ἐς τὰ μέγιστα to reach up to the highest point, Hdt.
2. of things, τοῦτο ἐς οὐδὲν ἀν. amounts to nothing, Hdt.; αἱ πολλαὶ [ζημίαι] ἐς τὸν θάνατον ἀν. have gone as far as death, Thuc.; ἀν. ἔς σε ἔχειν it has come to you to have, has become yours to have, Hdt.
II. to appertain, be fit or proper, NTest.; τὸ ἀνῆκον what is fit and proper, NTest.
Chinese
原文音譯:¢n»kw 安-誒可
詞類次數:動詞(3)
原文字根:向上-到達
字義溯源:達到,得到,合適,合宜,相宜,正當;由(ἀνά)*=上)與(ἥκω)*=到達)組成
出現次數:總共(3);弗(1);西(1);門(1)
譯字彙編:
1) 合宜(1) 門1:8;
2) 是相宜的(1) 西3:18;
3) 相宜(1) 弗5:4
Mantoulidis Etymological
(=ἀνέρχομαι, φτάνω ψηλά). Ἀπό τό ἀνά + ἥκω.