συστατός

From LSJ
Revision as of 20:15, 28 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")

ἔστι δίκης ὀφθαλμός ὃς τά πανθ' ὁρᾶ → there is an eye of justice that sees everything, all-seeing justice

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συστᾰτός Medium diacritics: συστατός Low diacritics: συστατός Capitals: ΣΥΣΤΑΤΟΣ
Transliteration A: systatós Transliteration B: systatos Transliteration C: systatos Beta Code: sustato/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A capable of being formed, A.D.Pron.113.18, Synt.174.1, al.    2 constructed, ἐξ ἑτέρων S.E.M.1.104; well-made, consistent, μάθημα ib.57.    3 = εὐσύστατος 11 (quod fort. legend.), Vett.Val. in Cat. Cod.Astr.2.170.

Greek (Liddell-Scott)

συστᾰτός: -ή, -όν, ὃν δύναταί τις νὰ βάλῃ ὁμοῦ ἢ συντάξῃ, Ἀπολλ. π. Συντ. 179. 2) κατεσκευασμένος, ἐξ ἑτέρων Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 1. 104· καλῶς κατεσκευασμένος, συμπαγής, εὐσταθής, αὐτόθι 57. ΙΙ. ἴδε θεοσύστατος.

Greek Monolingual

-ή, -όν, Α συνίστημι
1. αυτός τον οποίο μπορεί κανείς να θέσει μαζί ή να συντάξει («οὐ γὰρ δή γε ἡ τούτου εὐθεῑα πάλιν συστατή», Απολλ. Δύσκ.)
2. κατασκευασμένος, φτειαγμένος
3. ο καλά κατασκευασμένος.

Russian (Dvoretsky)

συστᾰτός: v. l. σύστᾰτος 3 [adj. verb. к συνίστημι
1) составленный, состоящий (ἔκ τινων Sext.);
2) прочный, устойчивый (μάθημα Sext.).