ἀνανευστικῶς
English (LSJ)
Adv.
A showing a disposition to refuse, Arr.Epict.1.14.7.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνανευστικῶς: ἐπίρρ. ἀρνητικῶς, τοῖς μὲν συγκαταθετικῶς, τοῖς δὲ ἀνανευστικῶς Ἀρρ. Ἐπίκτ. 1. 14, 7.
Spanish (DGE)
adv. rechazando, con rechazo ἀπὸ μυρίων πραγμάτων κινεῖσθαι ... ἅμα δὲ συγκαταθετικῶς, τοῖς δ' ἀνανευστικῶς Arr.Epict.1.14.7.
Greek Monolingual
ἀνανευστικῶς επίρρ. (Α) ἀνανεύω
δείχνοντας διάθεση για άρνηση, αρνητικά.