ἀνανεύω
διὰ νήσων τὸν πλόον ἐποιεῦντο → they kept sailing through the islands
English (LSJ)
A fut. ἀνανεύσομαι Pl.R. 350e, ἀνανεύσω Luc.Sat.1: aor. ἀνένευσα, etc.:—throw the head back in token of denial, make signs of refusal, opp. κατανεύω, ἐπινεύω, ὡς ἔφατ' εὐχομένη, ἀνένευε δὲ Παλλὰς Ἀθήνη Il.6.311; ἀνένευε καρήατι 22.205; ὀφρύσι Od.9.468, cf. Hdt.5.51, Ar.Lys.126, Pl. R. l. c., etc.
2 c. acc. rei, deny, refuse, ἕτερον μὲν ἔδωκε πατήρ, ἕτερον δ' ἀνένευσε Il.16.250: c. fut. inf., σόον δ' ἀνένευσε μάχης ἒξ ἀπονέεσθαι 16.252:—Pass., ἀνανενευμένη = rejected, Ph.1.146.
3 later, c. gen. rei, look up from, Alciphr.3.53; go back from, ἀπὸ τοῦ ψεύδους Arr.Epict.2.26.3.
II generally, throw the head up: hence ἀνανενευκώς = upright, [τὰς σαρίσας] ἀ. φέρουσι Plb. 18.13.3, cf. 1.23.5. Astron., tilt back, of the pole, opp. κατανεύω, Eudox.Ars6.
Spanish (DGE)
I 1echar la cabeza hacia atrás en señal de negación negar con la cabeza abs. ὣς ἔφατ' εὐχομένη, ἀνένευε δὲ Παλλὰς Ἀθήνη Il.6.311, τί μοιμυᾶτε κἀνανεύετε; Ar.Lys.126, ἀνανεύοντος δὲ τοῦ Κλεομένεος Hdt.5.51, κατανεύσομαι καὶ ἀνανεύσομαι Pl.R.350e, cf. 351c, αἰτεύμενος οὐκ ἀνανεύων Theoc.14.63, γενήτης ἀνένευεν Nonn.D.38.193, ἀμειβόμενοι δὲ μαθηταὶ οὐδὲν ἔχειν ἀνένευον Nonn.Par.Eu.Io.21.5, cf. Arist.Po.1460a16, Top.156a35, 158a8
•c. instrum. y dat. de pers. λαοῖσιν δ' ἀνένευε καρήατι δῖος Ἀχιλλεύς Il.22.205 (comentado por Arist.Po.1460a16 v. supra), τῷ δὲ Ζεὺς ἀθανάτῳ ἀνένευσε καρήατι Hes.Fr.43a.79, ἀνὰ δ' ὀφρύσι νεῦον ἑκάστῳ Od.9.468.
2 negarse c. giro prep. οὐκ ἀνανεύσω πρὸς τὴν εὐχήν Luc.Sat.1, πρὸς μηδὲν ἀνανεῦσαι Plu.2.529f
•disentir ἀπὸ τοῦ ψεύδους ἀνανεῦσαι Arr.Epict.2.26.3
•fig. apartarse Κόμμοδος δὲ ἀπὸ τῶν εὐθυμιῶν καὶ παιδιῶν ἀνανεύων D.C.72.14.1, τῆς πλάνης ἀνανεύσας Eus.PE 2.2.64.
3 negar, rechazar c. ac. ἕτερον δ' ἀνένευσε Il.16.250, τὰ δέκα τά λαντ' Epicur.Fr.[49] 15
•c. inf. σόον δ' ἀνένευσε μάχης ἒξ ἀπονέεσθαι Il.16.252
•v. pas. Λεία δὲ ἀνανενευμένη rechazada Lea Ph.1.146.
II 1levantar la cabeza c. gen. ἀνανεύσας δὲ τῆς λοπάδος Alciphr.3.17.3, ἀνανεύσατε δὲ τῆς γῆς εἰς αἰθέρα Clem.Al.Prot.10.106, abs. μηδὲ ὅλως ἀνανεύσας sin siquiera levantar la cabeza Pall.H.Laus.10.4
•fig. reponerse τοῦ λιμοῦ Ps.Callisth.1.44B
•abs. tender hacia arriba ἡ ψυχή Ach.Tat.Intr.Arat.1.
2 de cosas, en perf. estar erguido, estar enhiesto συνθεωροῦντες ἀνανενευκότας τοὺς κόρακας viendo las máquinas de abordaje enhiestas Plb.1.23.5 (τὰς σαρίσας) ἀνανενευκυίας φέρουσι Plb.18.30.3.
German (Pape)
[Seite 199] 1) den Kopf in die Höhe, zurückwerfen, und dadurch verneinen, verweigern, Iliad. 6, 311 ἃς ἔφατ' εὐχομένη, ἀνένευε δὲ Παλλάς; 16, 250 τῷ δ' ἕτερον μὲν ἔδωκε πατήρ, ἕτερον δ' ἀνένευσεν; 252 ἀπώσασθαι δῶκε, σόον δ' ἀνένευσε μάχης ἐξαπονέεσθαι; verbieten, 22, 205 λαοῖσιν δ' ἀνένευε καρήατι, οὐδ' ἔα ἱέμεναι; Od. 21, 129 ἀλλ' Οδυσεὺς ἀνένευε καὶ ἔσχεθεν ἱέμενόν περ; 9, 468 ἀνὰ δ' ὀφρύσι νεῦον ἑκάστῳ κλαίειν. Theocr. 14, 63; gleichbedeutend mit ἀποφῆσαι, Xen. Cyr. 1, 6, 13; dem ἐπινεύειν entgegstzt. Plat. Rep. IV, 437 b; dem κατανεύσομαιἀνανεύσομαι. wo das med. zu bemerken, I, 350 e. – 2) den Kopf aufrichten, Ael. N. A. 13, 17; ἀνανενευκώς, aufgerichtet dastehen, Pol. 1, 23. 18, 3.
French (Bailly abrégé)
f. ἀνανεύσομαι, postér. ἀνανεύσω ; ao. ἀνένευσα, etc.
I. (ἀνά, en arrière) ramener la tête en arrière (en signe de mauvais vouloir ou de refus) ; faire un signe de refus, de défense : καρήατι IL de la tête ; refuser : τι qch;
II. postér. (ἀνά, en haut) relever la tête.
Étymologie: ἀνά, νεύω.
Russian (Dvoretsky)
ἀνανεύω: (fut. ἀνανεύσομαι - поздн. ἀνανεύσω)
1 отрицательно качать головой (τινι, καρήατι Hom.);
2 отвечать отрицательно или отказом Her., Arph., Plat., Arst.: ἕτερον μὲν ἔδωκε, ἕτερον δ᾽ ἀνένευσεν Hom. одно дал, а в другом отказал; ἀ. τι Xen. и πρός τι Plut. отрицательно отвечать на что-л.; αἰτεύμενος οὐκ ἀνανεύων Theocr. (никогда) не отказывающий в просьбе;
3 закидывать голову вверх: συνθεωροῦντες ἀνανενευκότες τοὺς κόρακας Polyb. глядя с запрокинутыми головами на воронов.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνανεύω: μέλλ. -νεύσομαι Πλάτ. Πόλ. 350E, -νεύσω Λουκ. πρὸς Κρόν. 1: ἀόρ. ἀνένευσα, κτλ.: (ἴδε νεύω), κινῶ τὴν κεφαλὴν πρὸς τὰ ὀπίσω ὡς σημεῖον ἀρνήσεως, δεικνύω σημεῖα ἀρνήσεως, ἀντίθ. τῷ κατανεύω ἢ ἐπινεύω, ὡς ἔφατ’ εὐχομένη, ἀνένευε δὲ Παλλὰς Ἀθ. Ἰλ. Ζ. 311· ἀνένευε καρήατι Χ. 205· ἀνὰ δ’ ὀφρύσι νεῦον ἑκάστῳ Ὀδ. Ι. 468· ἀλλ’ Ὀδυσσεὺς ἀνένευε Φ. 129· οὕτω καὶ παρ’ Ἡροδ. 5. 51, Ἀριστοφ. Λυσ. 126, Πλάτ., κτλ. 2) μετ’ αἰτ. πράγματος, ἀρνοῦμαι, ἀρνοῦμαι νὰ πράξω τι, ἕτερον μὲν ἔδωκε πατήρ, ἕτερον δ’ ἀνένευσεν Ἰλ. Π. 250· οὕτω μετ’ ἀπαρ. μέλλ. σόον δ’ ἀνένευε μάχης ἐξαπονέεσθαι Π. 252. 3) μεταγεν. μετὰ γεν. πράγμ., στρέφομαι ὀπίσω, ἀποσύρομαι, Ἀλκίφρ. 3. 53· ἀπό τινος Ἀρρ. Ἐπίκτ. 2. 26, 3. 4) ἁπλῶς, ἐπανέρχομαι, ὑποστρέφω, Κύριλλ. ΙΙ. ἐν γένει, κινῶ τὴν κεφαλὴν πρὸς τὰ ἄνω, κρατῶ αὐτὴν ὑψηλὰ ἐντεῦθεν, ἀνανενευκώς, ἔχων τὴν κεφαλὴν ὑψηλά, ἔχων αὐτὴν ὀρθίαν, Πολύβ. 18. 13, 3, πρβλ. 1. 23, 5.
English (Autenrieth)
aor. ἀνένευσα: nod backwards (a backward inclination of the head was a sign of negation, cf. Od. 9.468, hence), deny, refuse; καρήατι, Il. 22.205; with inf., Il. 16.252.
Greek Monolingual
(Α ἀνανεύω)
νεύω προς τα επάνω, κινώ το κεφάλι (ή τα φρύδια) προς τα επάνω για δήλωση αρνήσεως, νεύω αρνητικά, αρνούμαι (αντίθ. του κατανεύω)
νεοελλ.
δίνω πάλι σημεία ζωής
αρχ.
1. αρνούμαι να κάνω κάτι
2. σηκώνω το βλέμμα μου, κοιτάζω επάνω
3. επιστρέφω, επανέρχομαι
4. αποστρέφομαι, αποποιούμαι, αηδιάζω
5. σηκώνω και κρατώ το κεφάλι μου ψηλά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα- + νεύω.
ΠΑΡ. ανάνευση (-ις) (Ι) αρχ. ἀνανευστικῶς.
Greek Monotonic
ἀνανεύω: μέλ. -νεύσομαι ή -νεύσω· αόρ. αʹ ἀνένευσα·
1. ρίχνω το κεφάλι πίσω ως ένδειξη άρνησης (την οποία εκφράζουμε με το κούνημα του κεφαλιού), σε Όμηρ., Ηρόδ. κ.λπ.
2. με αιτ. πράγμ., αρνούμαι, απορρίπτω, σε Ομήρ. Ιλ.
Middle Liddell
1. to throw the head back, in token of denial (which we express by shaking the head), Hom., Hdt., etc.
2. c. acc. rei, to deny, refuse, Il.