ἀνισοσκελής

From LSJ
Revision as of 06:54, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (4)

ῥεῖα δ' ἀρίζηλον μινύθει καὶ ἄδηλον ἀέξει, ῥεῖα δέ τ' ἰθύνει σκολιὸν καὶ ἀγήνορα κάρφει → easily he humbles the proud and raises the obscure, and easily he straightens the crooked and blasts the proud (Hesiod, Works and Days 6-8)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνῐσοσκελής Medium diacritics: ἀνισοσκελής Low diacritics: ανισοσκελής Capitals: ΑΝΙΣΟΣΚΕΛΗΣ
Transliteration A: anisoskelḗs Transliteration B: anisoskelēs Transliteration C: anisoskelis Beta Code: a)nisoskelh/s

English (LSJ)

ές,

   A with uneven legs, Sch.D.P.175; with tails of unequal length, of a bandage, Heliod. ap. Orib.48.63 tit.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνῐσοσκελής: -ές, ὁ ἔχων ἄνισα τὰ σκέλη, Σχόλ. εἰς Διον. Π. 175.

Spanish (DGE)

-ές
1 que tiene extremos desigualesde un vendaje, Heliod. en Orib.48.63 tít.
2 geom. escaleno de un triángulo, Papp.106.14, Hero Metr.10.15
de un trapezoide que tiene lados desiguales Sch.D.P.175.

Greek Monolingual

(ούς,) -ές (Α ἀνισοσκελής)
αυτός που έχει άνισα σκέλη
νεοελλ.
φρ.
1. «ανισοσκελές τρίγωνο» — τρίγωνο του οποίου οι δύο μεγαλύτερες πλευρές έχουν άνισο μήκος
2. «ανισοσκελής προϋπολογισμός» — εκείνος ο οποίος δεν έχει ισοσκελισμένα έσοδα και έξοδα.