πρωτοψάλτης

From LSJ
Revision as of 12:24, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (35)

σκῆπτρον χρυσείοις ἥλοισι πεπαρμένον → sceptre pierced with golden studs, staff studded with golden nails

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πρωτοψάλτης Medium diacritics: πρωτοψάλτης Low diacritics: πρωτοψάλτης Capitals: ΠΡΩΤΟΨΑΛΤΗΣ
Transliteration A: prōtopsáltēs Transliteration B: prōtopsaltēs Transliteration C: protopsaltis Beta Code: prwtoya/lths

English (LSJ)

ου, ὁ,

   A chief harpist, MAMA3.649 (Corycus).

Greek Monolingual

ο, ΝΜΑ
εκκλ. αυτός που κατέχει την πρωτοκαθεδρία στον χορό τών ψαλτών, ο πρώτος ανάμεσα στους ψάλτες της εκκλησίας
αρχ.
ο πρώτος παίκτης κρουστού οργάνου.