οὐδετέρωθι
From LSJ
Τῶν δυστυχούντων εὐτυχὴς οὐδεὶς φίλος → Felix amicus nullus infelicibus → für die im Unglück ist kein Glücklicher ein Freund
English (LSJ)
Adv.
A in neither place, Simp. in Cael.4.1.
Greek (Liddell-Scott)
οὐδετέρωθι: Ἐπίρρ., κατ’ οὐδέτερον μέρος, Σιμπλίκιος ἐν Mus. Phil. Cambr. 2. 591.
Greek Monolingual
οὐδετέρωθι (Α)
επίρρ. σε κανένα από τα δύο μέρη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οὐδετέρως + επιρρμ. κατάλ. -θι (πρβλ. εκατέρω-θι)].