παλιγκρισία
From LSJ
Κακῷ σὺν ἀνδρὶ μηδ' ὅλως ὁδοιπόρει → Hominem malignum nec viae comitem cape → Nimm einen Schurken nie zum Wegbegleiter dir
English (LSJ)
ἡ,
A revision of a κρίσις 11.1, Jul.Laod.in Cat.Cod. Astr.5(1).191 (prob.).
Greek Monolingual
παλιγκρισία, ἡ (Α)
αναθεώρηση δικαστικής απόφασης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πάλιν + κρίσις + κατάλ. -ία].