περιοδεύσιμος

From LSJ
Revision as of 12:05, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (32)

Μηδέν ποτε κοινοῦ τῇ γυναικὶ χρήσιμον → Utile communicato mulieri nihil → Nie teile etwas Wertvolles mit deiner Frau

Menander, Monostichoi, 361
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περιοδεύσιμος Medium diacritics: περιοδεύσιμος Low diacritics: περιοδεύσιμος Capitals: ΠΕΡΙΟΔΕΥΣΙΜΟΣ
Transliteration A: periodeúsimos Transliteration B: periodeusimos Transliteration C: periodeysimos Beta Code: periodeu/simos

English (LSJ)

ον,

   A with circuitous ways, Gloss.

German (Pape)

[Seite 584] mit Umwegen (?).

Greek (Liddell-Scott)

περιοδεύσιμος: -ον, ὁ ἔχων δρόμους μακροὺς καὶ κυκλοτερεῖς, ὃν δύναταί τις νὰ περιοδεύσῃ, Γλωσσ.

Greek Monolingual

-ον, Μ περιόδευσις
αυτός στον οποίο μπορεί κανείς να περιοδεύσει.