ὁρμίστρια

From LSJ
Revision as of 12:10, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (29)

στάζει γὰρ αὖ μοι φοίνιον τόδ᾽ἐκ βυθοῦ κηκῖον αἷμα → blood oozing from the deep wound, bloody gore drops oozing from the depths of my wound

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὁρμίστρια Medium diacritics: ὁρμίστρια Low diacritics: ορμίστρια Capitals: ΟΡΜΙΣΤΡΙΑ
Transliteration A: hormístria Transliteration B: hormistria Transliteration C: ormistria Beta Code: o(rmi/stria

English (LSJ)

ἡ,

   A bringer to safe anchorage, epith. of Isis, POxy.1380.74 (ii A. D.).

Greek Monolingual

ὁρμίστρια, ἡ (Α)
(ως προσωνυμία της Ίσιδος) αυτή που οδηγεί σε ασφαλές αγκυροβόλιο και, ιδίως, στον όρμο του θανάτου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὁρμίζω + επίθημα -τρια (πρβλ. τοκίσ-τρια)].