σύναλος

From LSJ
Revision as of 12:37, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (39)

αὐτόχειρες οὔτε τῶν ἀγαθῶν οὔτε τῶν κακῶν γίγνονται τῶν συμβαινόντων αὐτοῖς → for not with their own hands do they deal out the blessings and curses that befall us

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σύνᾰλος Medium diacritics: σύναλος Low diacritics: σύναλος Capitals: ΣΥΝΑΛΟΣ
Transliteration A: sýnalos Transliteration B: synalos Transliteration C: synalos Beta Code: su/nalos

English (LSJ)

ον,

   A eating salt with one, Gloss.

German (Pape)

[Seite 999] mit Einem Salz essend, übh. mitessend, Gloss.

Greek (Liddell-Scott)

σύνᾰλος: -ον, ὁ συνεσθίων ἅλας μετά τινος, φίλος τινός, Γλωσσ.

Greek Monolingual

-ον, ΜΑ
αυτός που τρώει αλάτι μαζί με κάποιον, φίλος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + -αλος (< ἅλς, ἁλός), πρβλ. κάθ-αλος].

Greek Monolingual

-ον, ΜΑ
αυτός που τρώει αλάτι μαζί με κάποιον, φίλος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + -αλος (< ἅλς, ἁλός), πρβλ. κάθ-αλος].